στραβός

στραβός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που δεν είναι ίσιος, στρεβλός: Τα πόδια της είναι στραβά. – Κρέμασε στραβά τον πίνακα.
2. τυφλός: Στραβός βελόνα γύρευε μέσα σε αχυρώνα (παροιμ.).
3. εσφαλμένος, όχι σωστός: Πήρε στραβό δρόμο. – Το είδε στραβά από την αρχή.
4. «Κάνει τα στραβά μάτια», κάνει πως δεν καταλαβαίνει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στραβός — squinting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • στραβά — στραβός squinting neut nom/voc/acc pl στραβά̱ , στραβός squinting fem nom/voc/acc dual στραβά̱ , στραβός squinting fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβόν — στραβός squinting masc acc sg στραβός squinting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβαῖς — στραβός squinting fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβαί — στραβός squinting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβοῖς — στραβός squinting masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβοί — στραβός squinting masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβούς — στραβός squinting masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβῷ — στραβός squinting masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”