στραβός — squinting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… … Dictionary of Greek
στραβά — στραβός squinting neut nom/voc/acc pl στραβά̱ , στραβός squinting fem nom/voc/acc dual στραβά̱ , στραβός squinting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβόν — στραβός squinting masc acc sg στραβός squinting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβαῖς — στραβός squinting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβαί — στραβός squinting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβοῖς — στραβός squinting masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβοί — στραβός squinting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβούς — στραβός squinting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβῷ — στραβός squinting masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)